«Έπρεπε να διαλέξω ένα από τα δύο σπίτια μου, τον ΠΑΟΚ ή την οικογένεια μου. Επέλεξα το δεύτερο και έγινε ό,τι έγινε…». Το gazzetta.gr γυρίζει πίσω στις 2 Αυγούστου του 1968, Ημερομηνία-σταθμός στην ιστορία του «Δικεφάλου».
Μισός αιώνας και βάλε, έχουν περάσει από τη σωτήρια, σύναμμα λυτρωτική για τους απανταχού ΠΑΟΚτσήδες, ημέρα κατά την οποία το πιο λαμπρό αστέρι, που φόρεσε την «ασπρόμαυρη» φανέλα, επέστρεφε μέσα σε πανζουρλισμούς απ’ άκρη σε άκρη σ’ όλη τη Θεσσαλονίκη, στο «σπίτι» του.
«Έπρεπε να διαλέξω ένα από τα δύο σπίτια μου, τον ΠΑΟΚ ή την οικογένεια μου. Είχα έναν πατέρα, μία μητέρα και αδέρφια. Επέλεξα το δεύτερο και έγινε ό,τι έγινε. Είναι μεγάλη ιστορία το πώς γύρισα στον ΠΑΟΚ, αλλά γύρισα αφού πρώτα μάλωσα με τον πατέρα μου. Μέχρι το 1974 δε μιλούσα μαζί του, μόνο με τη μάνα μου. Αυτή είναι η ιστορία γιατί ακούγονται πολλές αηδίες. Μέχρι που με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων που μ' αγαπούσαν πήγα στον πατέρα μου και του ζήτησα συγγνώμη. Έτσι επανήλθαν οι σχέσεις μας».
Ο «Μεγαλέξανδρος» μου είχε εξιστορήσει σε μια από τις πολλές κουβέντες που είχα την τιμή να κάνω μαζί του ακριβώς το τι συνέβη τον Αύγουστο του ’68 όταν πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. «Είναι αλήθεια πως μου έδιναν πολλά χρήματα στον Ολυμπιακό. Ουδέποτε έκανα τον ήρωα, αλλά όσο κι αν η πλάστιγγα με τα λεφτά έδειχνε Πειραιά, η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο και τον ΠΑΟΚ νίκησε. Δεν είμαι αφελής. Γνωρίζω ότι ειπώθηκαν και σκληρά λόγια εναντίον μου, όταν έφυγα Πολλά λέγονταν ενώπιον μου. Κατάμουτρα!».
2 Αυγούστου 1968: Πέρασαν 50+1 χρόνια από τη μέρα, που ο Γιώργος Κούδας άφηνε πίσω του το ένα λιμάνι (του Πειραιά) και ανηφόριζε για να βρει για πάντα το λιμάνι του στη Θεσσαλονίκη και γύρω του να «χτιστεί» ο μεγάλος ΠΑΟΚ της δεκαετίας του ‘70!
Είχαν περάσει δύο χρόνια από την ημέρα όπου ο Κούδας αποφάσισε να φύγει «για άλλες πολιτείες», ωστόσο στο ταραχώδες διάστημα που ακολούθησε οι αντιστάσεις των ανθρώπων της «ασπρόμαυρης» διοίκησης ουδέποτε κάμφθηκαν.
Η παρέμβαση της… Επανάστασις, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, έπαιξε καθοριστικό ρόλο, έστω κι αν ο περίφημος γενικός γραμματέας αθλητισμού, Κωνσταντίνος Ασλανίδης, λίγες μέρες αργότερα διέψευσε την οποιαδήποτε «κυβερνητική παρέμβαση» λέγοντας ότι «το θέμα του Κούδα δεν με απασχολεί και θα ήμουν ιδιατέρως ευτυχής, εάν δεν απασχολούσε τον φίλαθλον κόσμο και τον τύπον».
Οκτώ μήνες νωρίτερα, πάντως, η Χούντα των Συνταγματαρχών βλέποντας το αδιέξοδο είχε προχωρήσει σε αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας περί μετάθεσης-μεταγραφής ποδοσφαιριστών σε ομάδες κοντά στον τόπο όπου υπηρετούν την στρατιωτική θητεία τους, όπως συνέβαινε με τον Κούδα και τον Ολυμπιακό, ενώ στις 24 Ιανουαρίου του 1968, ο Ασλανίδης ξεκαθάριζε ορθά κοφτά ότι ο ποδοσφαιριστής θα επιστρέψει στον ΠΑΟΚ, όποια απόφαση και αν έβγαζαν τα δικαστήρια, εκεί όπου είχαν προσφύγει από την πλευρά τους και οι «ερυθρόλευκοι».
Η συμμετοχή του με την εθνική ομάδα των Ενόπλων στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1968 στη Βαγδάτη, έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο στο τέλος του σήριαλ. Ο Κούδας ήταν ο κορυφαίος της Εθνικής Ενόπλων, που κατέκτησε την πρώτη θέση και επέστρεψε θριαμβεύτρια στην Αθήνα μαζί με ένα κάρο στρατιωτικούς της Χούντας, οι οποίοι την είχαν συνοδέψει στο ταξίδι της.
Ένας εξ αυτών ο αντισυνταγματάρχης Παπαποστόλου, ορισμένος επίτροπος στον Ολυμπιακό, «μέσα στην ωραία ατμόσφαιρα γυρίζει με πιάνει σε μία εκδήλωση και μου λέει «κοίταξε να δεις, είμαι Ολυμπιακός, αλλά θέλω να σε βλέπω στο γήπεδο, σήκω και γύρνα στον ΠΑΟΚ. Με αυτούς εδώ (σ.σ. στρατιωτικούς) δε θα πάρεις ποτέ μεταγραφή στον Ολυμπιακό». Αυτό ήταν.
Ο Κούδας αφού πρώτα χρειάστηκε «να μαλώσω με τον πατέρα μου και να κάνω έξι χρόνια για να του μιλήσω», ταξίδεψε στην Καβάλα, εκεί όπου ο κυβερνητικός επίτροπος του «Δικεφάλου», συνταγματάρχης Παρμενίωνας Χαρίστος, του έδωσε «συγχωροχάρτι» και έτσι στις 2 Αυγούστου του 1968 επέστρεψε οριστικά στη Θεσσαλονίκη, με χιλιάδες ΠΑΟΚτσήδες να τον υποδέχονται στη Λέσχη του Συλλόγου, επί της Παύλου Μελά.
Ο μόνος που δεν γνώριζε κάτι ήταν ο… Γιώργος Παντελάκης, όπως περιγράφει στο βιβλίο της «Ζωής μου το παιχνίδι».
- «Ήρθε ο Κούδας», μου είπαν.
- «Καλώς να ορίσει», απάντησα.
- «Μπήκε μέσα στο γραφείο, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, αυτό ήταν όλο. Είχε πολύ κόσμο από κάτω, γιατί στο μεταξύ τα νέα είχαν διαρρεύσει. Εγώ ασχολιόμουν με τις μεταγραφές…».
Ο πατέρας του «Μεγαλέξανδρου», ο μπαρμπά-Γιάννης, παρέμενε κάθετα αντίθετος με το ενδεχόμενο επιστροφής του «κανακάρη» του στη Θεσσαλονίκη, άλλωστε ο ίδιος συνέχισε για κάποια χρόνια να διατηρεί το κατάστημα εστίασης που του είχε ανοίξει ο Ολυμπιακός στον Πειραιά, μέχρι που επέστρεψε κι αυτός, αν και στο μεσοδιάστημα με επιστολές στον Τύπο γνωστοποιούσε την αντίθετη θέση του ίδιου και της οικογένειας.
Χιλιάδες ΠΑΟΚτσήδες τον υποδέχθηκαν στη Λέσχη του Συλλόγου στο κέντρο της πόλης, που είχε «κλείσει» από τις εκδηλώσεις λατρείας προς το μελλοντικό ηγέτη της ασπρόμαυρης αυτοκρατορίας τη δεκαετία του ’70.
Οι δυο πλευρές, σύμφωνα με «ΤΑ ΝΕΑ», «συμφιλιώθηκαν» και συμφώνησαν στο ποσό των 250.000 δραχμών προκειμένου ο 22χρονος Κούδας να αγωνιζόταν τη σεζόν 1968-’69 ξανά στον ΠΑΟΚ. Όπερ και εγένετο…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου